ἀπαιδεύτους

ἀπαιδεύτους
ἀπαίδευτος
uneducated
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ненаказаныи — (62) пр. 1.Невоспитанный, необразованный, невежественный; непросвещенный: отъ ненаказаныхъ молитвъ. и обѣщании ѹдал˫атисѧ. (ἀπαιδεύτων) КЕ XII, 189б; а друзии чада сво˫а бу˫а и ненаказана видѧще худѣ радѧть о нихъ. СбХл XIV, 106 об.; Того ра(д)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αγεωμέτρητος — η, ο (Α ἀγεωμέτρητος, ον) [γεωμετρῶ] αυτός που δεν γνωρίζει γεωμετρία και, γενικά, μαθηματικά αρχ. 1. (για μαθημ. προβλήματα ή γεωμ. σχήματα) ο μη γεωμετρικός, ανώμαλος, ακανόνιστος 2. απαίδευτος, αμαθής «ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω», φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ύς — ὁ, Α (συνηρ. τ.) βλ. υιός. ὑός, ὁ, ἡ, Α 1. αγριόχοιρος, κάπρος («ἔλαφος δὲ καὶ ὗς ἄγριος ἐν Λιβύη πάμπαν οὐκ ἔστι», Ηρόδ.) 2. κατοικίδιος χοίρος, γουρούνι 3. ύαινα 4. το φυτό ύσγη 5. παροιμ. φρ. α) «Βοιωτία ὗς» δηλώνει έλλειψη αγωγής και… …   Dictionary of Greek

  • αγύρτης — ο θηλ. αγύρτισσα απατεώνας, κατεργάρης, θαυματοποιός: Οι αγύρτες μόνο τους αφελείς και τους απαίδευτους μπορούν να εξαπατήσουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”